- μετριολόγος
- μετριολόγοςspeaking moderatelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετριολόγος — μετριολόγος, ον (Α) αυτός που ομιλεί με μέτρο, μετρημένα, συνετά, ταπεινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + λόγος*] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
μετριολογώ — μετριολογῶ, έω (ΑΜ) [μετριολόγος] μσν. (το μέσ.) μετριολογοῡμαι, έομαι μιλώ με μειωτικό, ταπεινωτικό τρόπο αρχ. μιλώ μετρημένα, με μετριόφρονα, ταπεινό τρόπο … Dictionary of Greek
ՉԱՓԱԽՕՍ — ( ) NBH 2 0573 Chronological Sequence: Early classical ա. μετριολόγος moderatus in verbus. Չափով խօսօղ. չափաւոր ի բանս. *Զմարդ՝ աստուծոյ գիտութիւն՝ չափախօս առնէ. Եւագր. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)